- μελλοντισμός
- οφουτουρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλων, -οντος + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελλοντισμός — ο βλ. φουτουρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουτουρισμός — ο (λ. ιταλ.) 1. μελλοντισμός, λογοτεχνική και καλλιτεχνική θεωρία και τεχνοτροπία που δημιουργήθηκε στην Ιταλία (1909) από νέους συγγραφείς και καλλιτέχνες με επικεφαλής το συγγραφέα Φιλίπο Tομάζο Μαρινέτι (1876 1941) και αποτέλεσε επανάσταση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)